Η πολεμική λειτουργία του «ορθού» στον προσδιορισμό του λόγου. Με αφορμή ένα απόσπασμά από το βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη «Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός»
Στα έσχατα ερωτήματα δίνονται αξιωματικές αποφάνσεις
«Μάλλον με κάποιον bic». Ένας φιλόλογος απάντησε σε έναν μαθηματικό που εξέφρασε την απορία του, «πώς είναι δυνατόν να ανάβει κάθε Πάσχα στον Πανάγιο Τάφο το Άγιο Φως»; Ύστερα αναρωτιόταν, πώς μπορεί ένας μαθηματικός να έχει τέτοιες απορίες.
Όσο και αν φαίνεται παράξενο, στην παραπάνω πραγματική ιστορία, αν συνέβη λογικό ατόπημα, μάλλον δεν το έκανε ο θρήσκος μαθηματικός αλλά ο άθρησκος φιλόλογος. Γιατί εδώ προκύπτει ένα δεύτερο ερώτημα, αν ο ορθολογισμός είναι ικανός να καταδείξει σφάλμα στην ερώτηση του μαθηματικού. Αμέσως όμως τίθεται το ερώτημα ποια είναι τα δεδομένα επί των οποίων θα εφαρμοστεί ο λογισμός που επαίρεται για την ορθότητά του. Και εφόσον υπάρχει μία απάντηση στο ερώτημα τότε θα υπάρχουν αδιαμφισβήτητα κοινά δεδομένα. Εφόσον όμως στον πολύπλοκο και εν πολλοίς ανεξήγητο κόσμο μας, η αφετηρία των εξηγήσεων δεν είναι κοινή, ούτε ο λογισμός μπορεί να είναι ένας. Άλλωστε και το υλικό του λογισμού όντας άλλοτε περισσότερο αφαιρετικό όπως στα μαθηματικά (σύνολα, αριθμοί), άλλοτε περισσότερο εμπειρικό όπως στις ανθρώπινες σχέσεις (συναισθήματα) και στις επιστήμες (παρατηρήσεις), ακριβώς λόγω αυτής της πολυπλοκότητας, επιδέχεται επεξεργασίας από ποικιλία λογικών συστημάτων. Και όπως τα μαθηματικά χτίζονται επί αξιωμάτων, έτσι και σε οποιαδήποτε πνευματική λειτουργία ο λόγος έχει αξιωματική (ή μυστική [< μύστης]) αφετηρία.
Πάνω σε αυτό το θέμα, στα παρακάτω αποσπάσματα από τον “Ευρωπαϊκό διαφωτισμό”, ο Παναγιώτης Κονδύλης εξηγεί πως υπάρχουν τόσοι ορθολογισμοί όσες και οι αφετηρίες:
Για μας, λοιπόν, ο ορθολογισμός είναι η σκόπιμη και άψογη (από την άποψη της τυπικής λογικής) χρήση των επιχειρηματολογικών μέσων της σκέψης, για να κατοχυρωθεί θεωρητικά μια δεδομένη θεμελιώδης στάση απέναντι στον κόσμο. Ο ορισμός μας υποδηλώνει ότι αυτή η θεμελιώδης στάση ή απόφαση βρίσκεται η ίδια πέρα από κάθε λογική αιτιολόγηση, ακόμα κι όταν οι ορθολογιστές τη θεωρούν αποδείξιμη ή και αποδεδειγμένη (αυτό, άλλωστε, επιδιώκουν συνδεόντας τον ορθολογισμό σαν τέτοιον με κάποιο συγκεκριμένο περιεχόμενο).
Μονάχα η εκλογίκευση της θεμελιώδους στάσης ή απόφασης μπορεί να πραγματοποιηθεί με λογική συνέπεια και μονάχα αυτή μπορεί, επίσης, να αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής διαμάχης – όχι η ίδια η θεμελιώδης στάση: γιατί στα έσχατα ερωτήματα η απάντηση δίνεται με αξιωματικές αποφάνσεις.
Μπορούν, λοιπόν, να υπάρξουν τόσες μορφές λογικής συνέπειας όσες και θεμελιώδεις στάσεις· μολονότι τα τυπικά λογικά μέσα παραμένουν τα ίδια, ωστόσο υπηρετούν κάθε φορά την εκλογίκευση θεμελιωδών αποφάσεων με διαφορετικό περιεχόμενο. Αφού τώρα οι τελευταίες βρίσκονται ultra rationem, πρέπει από τη φύση τους να θεωρηθούν μυστικές, πράγμα που με τη σειρά του συνεπάγεται ότι το μυστικό στοιχείο δεν είναι το αντίθετο, αλλά η απαρχή και η πηγή της ορθολογικής σκέψης. […] πρέπει να διακρίνουμε αυστηρά το ανορθολογικό στοιχείο με τη μυστική από το ανορθολογικό στοιχείο με τη λογική έννοια του όρου.
[…]
Το ορθολογικό στοιχείο δεν αντιτίθεται στο ανορθολογικό με τη μυστική, αλλά μόνο στο ανορθολογικό με τη λογική έννοια του όρου. Το ανορθολογικό στοιχείο (με τη μυστική έννοια του όρου) βρίσκεται, με άλλα λόγια, βαθύτερα και από το ορθολογικό γενικά στοιχείο και από το ανορθολογικό με τη λογική έννοια του όρου: τα δύο τελευταία βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και γι’ αυτό μπορούν και να συγκρουστούν.
[…]
Από τη σκοπιά μας, λοιπόν, το αντίθετο του ορθολογισμού είναι […] μονάχα το ανορθολογικό στοιχείο με τη λογική έννοια του όρου. Ακριβώς για αυτό το λόγο τα θρησκευτικά συστήματα σκέψης δεν μπορούν να θεωρηθούν αντίπαλα του ορθολογισμού γενικά, παρά μόνον ορισμένων ειδών ορθολογισμού με συγκεκριμένο, δηλ. αντιθρησκευτικό περιεχόμενο. Με βάση τα ίδια κριτήρια μπορούμε να εξηγήσουμε και το φαινομενικά παράδοξο φαινόμενο, ότι οι μη θρησκευτικοί ορθολογισμοί δεν είναι λιγότερο εχθρικοι ο ένας απέναντι στον άλλον απ’ όσο είναι και οι θρησκευτικοί ορθολογισμοί απέναντι στους αντιθρησκευτικούς.
[…]
Το ανορθολογικό στοιχείο (με τη λογική έννοια του όρου) δεν ταυτίζεται με την παραβίαση των κανόνων της τυπικής λογικής (αφού και οι ορθολογιστές τη διαπράττουν), αλλά προπάντος σημαίνει την προγραμματική άρνηση μετατροπής του ανορθολογικού στοιχείου (με τη μυστική έννοια του όρου) σε ορθολογικό σύστημα, δηλαδή την άρνηση της εκλογίκευσης της εκάστοτε θεμελιώδους κοσμοθεωρητικής στάσης ή απόφασης.
[…]
Συνεπής ανορθολογισμός (με τη λογική έννοια του όρου) δεν συναπαντιέται πουθενά, ακριβώς επειδή οι εκπρόσωποί του δεν παύουν να ανακοινώνουν την τοποθέτησή τους με τη βοήθεια επιχειρημάτων.
[…]
Οι αγώνες ανάμεσα στους ορθολογιστές τους ίδιους, που διόλου δεν υστερούν, ως προς το μένος και τη σφοδρότητά τους, από τους αγώνες ανάμεσα σε ανορθολογιστές, αποτελούν καθαυτοί, για όποιον επιθυμεί να δει τα πράγματα απροκατάληπτα, υπερεπαρκή απόδειξη του ότι ο ορθολογισμός από μόνος του δεν μπορεί να προσφέρει τη βάση μιας γενικής συνεννόησης – ακριβώς επειδή ο ίδιος ριζώνει κάθε φορά σε μια μυστική-ανορθολογική θεμελιώδη στάση.

Το παράλογο θα ήταν να τον κατηγορήσουμε για ανορθολογισμό!
Με απλούστερα λόγια το «όρθο» του λογισμού εισάγεται προκειμένου να θέσει τη συζήτηση σε μία πολεμική διάσταση, δεδομένου πως ούτως ή άλλως όλοι το αξιώνουν για τον εαυτό τους. Η πολεμική εναντίον του ορθολογισμού δεν έχει νόημα εκτός αν στρέφεται εναντίων των «ορθολογιστών» που τον επικαλούνται εκεί που δεν μπορούν να τον εφαρμόσουν. Κατά τα άλλα ο «ανορθολογισμός» δεν υφίσταται παρά μόνον ως παραλογισμός.
Σε μια άλλη, ανέκδοτη συλλογή ανάλεκτων σκέψεων του, ο Κονδύλης παρατηρεί κάτι που πολλοί άνθρωποι συμπεραίνουν:
«Ο διάλογος μεταξύ ετεροφρόνων είναι αδύνατος και μεταξύ ομοδόξων περιττός.»
Ο αφορισμός αυτός, λόγω της έμφασής που επιχειρείται να δοθεί με τη χρήση των όρων φρόνημα και δόξα, θυμίζει ταυτολογία εφόσον αμφότεροι λαμβάνουν χαρακτήρα πάγιο. Καθώς τόσο το φρονήμα όσο και η δόξα παραπέμπουν στην πίστη, δηλαδή τις αξίες, τα αξιώματα και τα θεμελιώδη επί των οποίων λογίζονται τα υπόλοιπα, είναι προφανές πως τα συνεπαγόμενά αυτά θα πρέπει να έχουν συναχθεί με συνέπεια σε κάθε περίπτωση και βέβαια σκοπός των ασκόπως διαλεγούμενων να πείσουν, προκειμένου να έχει αντίκρισμα ο αφορισμός. Σε αυτήν την περίπτωση ο αφορισμός ισοδυναμεί με το ότι «ο διάλογος στερείται νοήματος εφόσον οι εκατέρωθεν ορθολογισμοί είναι συνεπείς και πλήρεις»
Αυτό όμως που παραβλέπεται εδώ είναι ότι η πίστη του κάθε ατόμου, δηλαδή τα αξιώματά του, είναι κάτι που μπορεί να βρίσκεται υπό διερεύνηση ή μέσα από τον διάλογο να ανακαλύπτει το ίδιο το υποκείμενο τις δυσάρεστες αντιφάσεις του. Οπότε δημιουργείται μια ευκαιρία αναπροσδιορισμού των αξιωμάτων, υπό την προϋπόθεση της ειλικρίνειας.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να παρακάμψουμε την ταυτολογική εκδοχή διατυπώνοντάς τον αφορισμό διαφορετικά, και ίσως πιο εύστοχα, ως εξής: «Ο διάλογος έχει νόημα μεταξύ ατόμων που συμφωνούν εν μέρει». Έχουν για παράδειγμα αφετηρία πίστεως κοινή και εκκρεμούν τα συνεπαγόμενα. Ή το αντίστροφο στην περίπτωση που τα συμπεράσματα είναι αδιαμφισβήτητα και οι αφετηρίες κλονίζονται και μετατρέπονται σε ζητούμενα. Αλλά και σε κάθε περίπτωση που η δόξα ή και τα συνεπαγόμενα των φρονημάτων είναι άγνωστα ή ατελώς διερευνημένα.
Κατά τα άλλα δεδομένου ότι η πληρότητα είναι ανέφικτη και η ειλικρίνεια σπάνια, με τον αφορισμό αυτό υπονοείται ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οι απόψεις μας είναι είτε λογικά προκαθορισμένες είτε αξιωματικές (δογματικές). Ή όπως παρατηρεί σε μια άλλη επίσης ανέκδοτη σκέψη του:
«Ακριβώς οι πνευματωδέστερες συζητήσεις αποδεικνύουν το αδύνατο της συναίνεσης: αυτές δείχνουν ότι για κάθε επιχείρημα υπάρχει και ένα αντεπιχείρημα.»
Πολλοί κατηγόρισαν τον Παναγιώτη Κονδύλη για μηδενισμό, ενώ ο ίδιος επέμενε πως είναι απλώς περιγραφικός! Πάντως αν υπάρχουν συνεπείς και πλήρεις ορθολογισμοί, παρά το θεώρημα της μη πληρότητος του Gödel, που θεωρητικά αποστερούν τον διάλογο και τελικά τον ίδιο τον λόγο από το νόημα του και δικαιώνουν τον μηδενισμό, αυτό δεν αφορά το ούτως ή άλλως ταπεινό ανθρώπινο πνεύμα. Στο πλαίσιο της απείρως πολύπλοκης πραγματικότητας και της περιορισμένης φύσης μας, ο λόγος και ο διάλογος είναι πρακτικά απολύτως χρήσιμοι και σκόπιμοι, αφού μεσολαβούν μεταξύ του φανερά ατελούς εντεύθεν και του σκιωδώς πλήρους επέκεινα. Είναι μάλιστα το ενδιαφέρον που λάθει στην ενδιάμεση διαφορά, η νοοποιός άγνοια!
18 Οκτωβρίου 2016
thpantel στο enteuthen.gr
[1] Ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, Θεμέλιο, 1987
[2] https://antikleidi.com/2013/02/03/kondilis-2/
τελευταία επεξεργασία 2020 06 28