Η επαμφοτερίζουσα σημασία μιας μυωπικής κοσμοεικόνας
Αριστερά σύγχυσις
Η εξέλιξη ενός τυχαίου όρου.
Ο όρος «Αριστερά» εμπεριέχει την ειρωνία. Ένα τυχαίο γεγονός, η θέση των αντιμοναρχικών στη γαλλική συνέλευση των τάξεων πριν από 220 χρόνια, αναπαράχθηκε από τα κοινοβούλια του επόμενου αιώνα και εξακολουθεί να (αυτο)προσδιορίζει ανθρώπους, οι ιδέες των οποίων ελάχιστη σχέση έχουν με τις πρωτότυπες, αλλά και μεταξύ τους.
Ειρωνεία διπλή αν συναριθμήσουμε πως οι «αριστεροί» της γαλλικής συνέλευσης των τάξεων ήταν οι πρώιμοι εισηγητές της ελεύθερης αγοράς και του εθνικισμού. Αργότερα του αντικαπιταλισμού και του αντιεθνικισμού. Σήμερα κήρυκες, κάθε λογής δικαιωμάτων ακίνδυνων για τον καπιταλισμό και των «ανοικτών» συνόρων.
Παρόλο τον επαμφοτερίζοντα χαρακτήρα του, ο όρος διατρέχει το χρόνο διατηρώντας μόνο την πολεμική του λειτουργία, ακριβώς επειδή εξορισμού κατέχει πολική θέση επί μίας μοναδιαίας διάστασης. Ωστόσο τα υλικά και πνευματικά προϊόντα της μεταμοντέρνας εποχής επέβαλαν τον ρυθμό τους αμβλύνοντας τις προσδοκίες από κάθε τι ανταγωνιστικό, με αποτέλεσμα να έχει πλέον εκφυλιστεί η σημασία του, απομένοντας μια μάσκα πλάι σε ποικιλία αμφιέσεων του θεάματος.
Η διακύμανση της σημασίας έρχεται όχι μόνο ως φυσική συνέπεια της φυσιολογικής φθοράς που επιφέρει ο χρόνος, συμπεριλαμβανομένης της μεταμόρφωσης υποκειμένων και αντικειμένων, αλλά και από την αξιολογικά ουδέτερη ετυμολογία του· ένα αδιάφορο τοπικό επίρρημα που αφορά μάλιστα διεύθυνση κάθετη προς τη μοναδική τοπολογικά ενδιαφέρουσα δύναμη, της βαρύτητας.
Παρόμοια τύχη έχουν και ανά τους αιώνες και οι παντιέρες του προοδευτισμού ή του φιλελευθερισμού που μεθερμηνεύτηκε περνώντας από την ολιγαρχία στη δημοκρατία και από τον ατομικισμό στα κοινωνικά δικαιώματα, καταλήγοντας να φοριέται δεξιά και αριστερά με διάφορα προσδιοριστικά (κοινωνικός, πολιτικός κλπ.). Όροι αθάνατοι που λόγω γενικότητας και ουδετερότητας, καταδικάζουν στη λήθη τα ιδεολογήματα που θα προσπαθήσουν να τους δεσμεύσουν. Στην πραγματικότητα, ακόμα και αν χρονίσουν δεν μπορούν να εγγυηθούν τη συνέπεια κανενός περιεχομένου, όπως θα συνέβαινε με μία ομάδα «Κόκκινη», «Πράσινη», ή «Βένετη». Ακόμα και έτσι όμως, πώς δικαιολογείται η διαχρονική επιβίωση ενός πολύπαθου όρου που φέρεται από ένα μεταβαλλόμενο υποκείμενο επί εξίσου μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος;
Συνθήκες ορισμού
Στην εποχή της γαλλικής επανάστασης το 98% του πληθυσμού άνηκε στην 3η τάξη (communares) που στερούνταν πολιτικής ισχύος ενώ το κυρίαρχο 2% συγκροτούσε την 1η και 2η τάξη (κλήρος και ευγενείς) παρά τον βασιλιά. Πρωταγωνιστές κατά τη διάρκεια της επανάστασης ήταν οι επαγγελματίες των πόλεων (10%), ενεργότεροι εκ των οποίων ήταν οι επιφανέστεροι οικονομικά αστοί (haute bourgeoisie). Οι τελευταίοι διέθεταν πλούτο και μόρφωση, αλλά για τη μεταπήδησή τους στη 2η τάξη έπρεπε να καταφύγουν σε δαπανηρές δωροδοκίες. Υπήρξε λοιπόν ακραία αναντιστοιχία μεταξύ θεσμικής και ουσιαστικής ισχύος που χαρακτήριζε τις δύο πρώτες τάξεις σε σχέση με την τρίτη, συνθήκη που προφανώς εγκυμονούσε αλλαγές.
Η συνέλευση των τάξεων κλήθηκε από τον βασιλιά περίπου 150 χρόνια από την τελευταία (1614) προκειμένου να διευθετηθεί το θέμα της φορολογίας καθότι οι πρώτες τάξεις αρνούνταν να πληρώσουν ενώ η Γαλλία βρισκόταν σε οικονομικό και στρατιωτικό κίνδυνο. Η σύνθεση των αντιπροσώπων αποτέλεσε ζήτημα έντονης αντιπαράθεσης. Κατά παράδοση ο λόγος της τρίτης τάξης ήταν αμελητέος. Παρ’ όλα αυτά η οικονομική της δύναμή ήταν πλέον πολύ μεγάλη. Εκατοντάδες πολιτικές λέσχες δημιουργήθηκαν (π.χ. Ιακωβίνοι) και μπροσούρες κυκλοφορούσαν με χαρακτηριστικότερη αυτήν του Emmanuel Sieyès που απαντούσε στον τίτλο της («Τί είναι η τρίτη τάξη»):
– Τί είναι η τρίτη τάξη; -Τα πάντα.
Ποιός ο πολιτικός της ρόλος; -Το τίποτα
Τί διεκδικεί; -Να αποτελέσει κάτι.
Και ενώ ο βασιλιάς ενέδωσε στην διπλή αντιπροσώπευση της τρίτης τάξης με 610 μέλη έναντι 303 από τον κλήρο και 291 ευγενών (σύνολο 594), με την έναρξη των εργασιών, τα μέλη της πληροφορήθηκαν με βασιλικό διάταγμα ότι η ψηφοφορία θα γίνει κατά τάξη, κάθε μία από τις οποίες θα διέθετε μία ψήφο, ακυρώνοντας έτσι το δοθέν πλεονέκτημα. Το αποτέλεσμα ήταν οι αντιπρόσωποι της τρίτης τάξης να ανεξαρτητοποιηθούν, αυτοπροσδιοριζόμενοι πλέον ως «Εθνοσυνέλευση».
Οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης στη γενική συνέλευση των τάξεων ήταν επαγγελματίες, κυρίως γιατροί και δικηγόροι, καθώς και έμποροι που με τη βοήθεια τον υπολοίπων μικρών αστών (petit bourgeoisie) καθώς και των «εξωκοινοβουλευτικών» Αβράκωτων (Sans-culottes) επέβαλαν τη διαδικασία σύστασης συντάγματος αιχμαλωτίζοντας τον βασιλιά. Και ενώ το παλιό καθεστώς έπεφτε σαν ώριμο φρούτο, οι αστοί διαφωνούσαν ως προς την χρησιμότητα και τον πιθανό ρόλο του μονάρχη στο συνταγματικό πολίτευμα, κριτήριο που τους διαφόρισε σε αριστερούς και δεξιούς. Σε κάθε περίπτωση, με την επικράτησή τους θα μπορούσαν να μετουσιώσουν την οικονομική τους δύναμη σε πολιτική. Άλλωστε, εν ονόματι της δημοκρατίας, δεν διεκδικούσαν ουσιαστικά κάτι περισσότερο από μια ολιγαρχία.
Ισότητα έναντι των «νόμων της αγοράς» με εγγυητή το έθνος
Το σύνταγμα οριοθετούσε εκτός από την διάκριση των εξουσιών και την ισότητα των πολιτών έναντι αυτών ενώ προέβλεπε ρητά την ελευθερία της ιδιοκτησίας. Όμως δεδομένου του ότι το αυθαίρετο κληρονομικό δικαίωμα στην πολιτική εξουσία αφήνει τη θέση του σε μια αιρετή θεσμική εξουσία σχετικά αδύναμη εμπρός στην ουσιαστική εξουσία που απολαμβάνουν όσοι κατέχουν οικονομικά κεφάλαια, μπορούμε να αντιληφθούμε πως η ελευθερία της ιδιοκτησίας κατέχει θέση προεξάρχουσα μεταξύ των συνταγματικών ρυθμίσεων. Άλλωστε η συνταγματική ισότητα δεν προκηρύσσεται φυσικά έναντι των πόρων, αλλά έναντι ενός συστήματος κανόνων που σε πρώτη φάση εξασφάλιζε στην αστική τάξη την ελευθερία να αξιοποιεί την οικονομική της ισχύ, επιτρέποντάς της να θεσμοποιήσει την ισχύ της.
Από άποψη ιδεολογίας, τα γενικά πολιτικά δικαιώματα (γνωστά και ως ανθρώπινα) εγγυόντουσαν την πολιτική ασφάλεια της αστικής τάξης ενώ με την προώθησή τους η τελευταία δικαιολογούσε την ηγεμονία της επί της λαϊκής συμμαχίας και έναν ρόλο θεματοφύλακα των κεκτημένων της νίκης. Πάντως δεν είχε ιδιαίτερο λόγο να εγγυηθεί το ένα ή το άλλο δικαίωμα, παρεκτός της καθολικής ισχύς τους, προϋπόθεση απαραίτητη για το ποθητό περιβάλλον σταθερότητας και ασφάλειας της νέας ηγεμονίας. Άλλωστε ο κίνδυνος ενός αλυσιτελούς κανιβαλισμού κατανοήθηκε εξαρχής με την εξάπλωση της ανεξέλεγκτης βίας κατά την περίοδο της Τρομοκρατίας (la Terreu).
Εκτός από τη θέσπιση αντιπροσωπευτικής εξουσίας, κοινός παρονομαστής μεταξύ όλων των εμπλεκομένων στη γαλλική εθνοσυνέλευση ήταν και το εθνικό πρόταγμα, επί του οποίου δεσμεύτηκε και δοκιμάστηκε η επανάσταση. Λίγο μετά την καθαίρεση του βασιλιά, η Πρωσία και Αυστροουγγαρία κήρυξαν τον πόλεμο στην Γαλλία. Η επιτυχής αντίσταση του νέου γαλλικού στρατού υπό την πολιτική διεύθυνση νέων διανοούμενων που για πρώτη φορά προέρχονταν από την τρίτη τάξη (όπως ο φυσικός Lazare Carnot – πατέρας του διάσημου μηχανικού) και νέους στρατιωτικούς αρχηγούς όπως ο Κορσικανός (μη-Γάλλος) Ναπολέων Βοναπάρτης, εδραίωσε τον σεβασμό των Ευρωπαίων στη νέα μορφή πολιτεύματος και σήμανε την αρχή του τέλους του Ancien Régime σε όλη την Ευρώπη. Ο γαλλικός εθνικισμός γεννιέται ήδη κατά τη διάρκεια της επανάστασης, δεδομένου ότι η ίδια και οι ιδέες της γίνονται αντιληπτές εξαρχής ως εξαγώγιμο πολεμικό προϊόν (βλ. Brissot από τη λέσχη των Γιροντίνων), και καθιερώνεται ως ιδεολογικό ρεύμα με τις επιτυχίες του Ναπολέοντα Βοναπάρτη.
Οι κυοφορούμενες κοινωνικές αλλαγές ως συνάρτηση της ουσιαστικής και της θεσμικής ισχύος.
Μεταξύ των Γάλλων επαναστατών, οι αριστεροί ήταν αυτοί που υπερθεμάτιζαν για την ένταση των αλλαγών, ορισμένοι μάλιστα (π.χ. Λυσσασμένοι [Les Enragés], Αβράκωτοι κλπ) έκαναν λόγο για «άμεση δημοκρατία». Ανεξάρτητα από το αν κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ισορροπήσει, αποδείχτηκε προφητικό καθώς τον επόμενο αιώνα τα διεκδικούμενα ριζικοποιήθηκαν μετακινoύμενα προς τα «αριστερά». Ως εκ τούτου οι πρώτοι αριστεροί βρέθηκαν να καταλαμβάνουν τη δεξιά θέση επί μιας κινούμενης ιδεατής γραμμής που περιγράφει τον βαθμό διαμοιρασμού της εξουσίας. Δεν άλλαξε ο ρόλος των αστών στην κοινωνία του 19ου αιώνα, απλώς η κοινωνική πρόοδος επέτρεψε και στους πολυπληθέστερους μικροαστούς να έχουν άποψη και να εγείρουν αξιώσεις, γεγονός που μάλλον καταδεικνύει πως ο λόγος ουσιαστικής προς θεσμική ισχύ της ευρύτερης αστικής τάξης που αναδείχθηκε από την γαλλική επανάσταση, παρέμενε ακόμα μικρός, επιτρέποντας περαιτέρω εκδημοκρατισμό.
Ουσιαστικά το κοινό που ενώνει τους αστούς της αριστερής πτέρυγας της εθνοσυνέλευσης με τους αριστερούς του επόμενου αιώνα είναι η αξίωση ισχύος των πολλών έναντι των λίγων που καρποφόρησε γινόμενο επαναστατική πράξη και μάλιστα νικηφόρα. Επί αυτής της αντίθεσης διαμορφώθηκε η έννοια της «Αριστεράς» καθώς και το πολεμικό σχήμα προόδου-αντίδρασης, στην προσπάθεια των μεταγενέστερων να καταδείξουν μια κοινή ιδέα που υπερβαίνει την διακύμανση του περιεχομένου των επαναστατικών διεκδικήσεων στο πέρασμα του χρόνου. Η αξίωση ισχύος των πολλών έναντι των λίγων είναι πολλά υποσχόμενη, όμως η συνεύρεση της κρίσιμης μάζας των πολλών, όπως συνέβη το 1789 είναι μια πολύ απαιτητική συνθήκη…
Η κομμουνιστική παρένθεση.
Το αφήγημα της αριστεράς ξεκινάει συνήθως με μία πιο συγκεκριμένη αφαίρεση από τα αρχικά γεγονότα, που εστιάζει στη σύγκρουση του «δικαίου των πολλών εναντίον του αδίκου των λίγων» και συνεχίζει στην αυθαίρετη εξίσωσή του με το σχήμα της ταξικής σύγκρουσης, «φτωχοί εναντίον πλουσίων», υποτιμώντας το γεγονός πως μεταξύ των πολλών του 1789 ήταν και οι ίδιοι οι πλούσιοι που μαζί με άλλες ετερόκλιτες κοινωνικές ομάδες στοιβάζονταν στην 3η Τάξη.
Στην περίπτωση του μαρξιστικού «κομμουνισμού» συναντάμε επιπλέον την αυθαίρετη εξίσωση του σχήματος προόδου-αντίδρασης με αυτό των «παραγωγικών εναντίον αντιπαραγωγικών δυνάμεων», οπότε ο τρόπος του γίγνεσθαι [process] γίνεται εδώ αντιληπτός ως κλιμακούμενη πρόοδος [progressive process]. Κατ’ αναλογία δηλαδή με την αντίληψη του Lamarck για τη φυσική κλίμακα που μπορεί να κάνει τους χιμπαντζήδες ανθρώπους και όχι ως διεργασία πρόκρισης εξελικτικών προσαρμογών [evolutionary process] που στη δαρβινική θεωρία περιγράφεται με όρους ποικιλομορφίας και (αυτόματης) διαλογής [natural selection]. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως η έστω και αχνή συσχέτιση του όρου εξέλιξη [evolution], τόσο στα ελληνικά όσο και στα αγγλικά με την αιτιοκρατική έννοια της προόδου [progress] ήταν και η αιτία που ο ίδιος ο Δαρβίνος απέφευγε να τον χρησιμοποιεί.
Συνεπώς η μαρξιστική αντίληψη του γίγνεσθαι εκτός από τη συγγένεια της με τη χεγκελιανή διαλεκτική, μοιράζεται με τη λαμαρκιανή οπτική τη διανυσματική διάσταση της εξέλιξης (θεωρία σταδίων κατ’ αντιστοιχία με τη φυσική κλίμακα), με τη δαρβινική θεωρία την διαφοροποιό επίδραση των διαγωνιζόμενων συνιστωσών, συγχρόνως όμως εμφανίζει και έντονα τελεολογικά χαρακτηριστικά, προβλέπεται δηλαδή παραμυθένιο happy end, όταν η «δράση» νικήσει την «αντίδραση» κατά την έλευση του κομμουνισμού…
Υπό το πρίσμα του δημοφιλούς ακόμα τότε θετικισμού, μπορούμε αδρά να διακρίνουμε τρεις μεταβλητές: πρόοδος (χρόνος t), βαθμός ταξικής σύγκλισης (c) και παραγωγικότητα (y) οι οποίες συνδέονται σε μια εξίσωση y=f(c,t) που μπορεί να είναι όσο απλή ή πολύπλοκη χρειάζεται, αρκεί να υπάρχει πίστις… Από τη σκοπιά της θεολογίας διαφαίνεται ξεκάθαρα ο μεσσιανισμός της ταξικής λύτρωσης και από τη σκοπιά της κοινωνιολογίας ή ετεροκαθαρiστική [deterministic] διάσταση του πρωτείου της παραγωγικότητας.
Η πρόσληψη του γίγνεσθαι ως διαδικασία φυσικής κλιμάκωσης ήταν ήδη δημοφιλής στο αστικό πνεύμα του 18ου αιώνα (Λαμάρκ) που διέπονταν ακόμα από μία ιεραρχική προκατάληψη στην οποία ο η πρόοδος είναι συνάρτηση του χρόνου. Τη διαδέχθηκε όμως μια πιο μοντέρνα προσέγγιση, με ορόσημο τη Δαρβινική θεωρία, ουδέτερη και μη τελεολογική που σκοπό είχε απλώς να εξηγήσει και όχι να προεξοφλήσει την εξέλιξη των πραγμάτων. Οι δύο αυτές σχολές σκέψης περιγράφονται σε πλήθος ετερογενών πεδίων του πνεύματος από τον Π. Κονδύλη ως συνθετική-εναρμονιστική και αναλυτική-συνδυαστική αντίστοιχα.
Στον Μαρξ, που υπήρξε και θαυμαστής του Δαρβίνου, συναντάμε βέβαια και τη μη τελεολογική έννοια της εξέλιξης, αν αντιπαραβάλουμε για παράδειγμα τον ταξικό ανταγωνισμό ως τροφοδότη (διαλογέα επιτρεπτών εκδοχών) ιστορικών γεγονότων, με τον δαρβινικό αγώνα επιβίωσης ως τροφοδότη (διαλογέα επιτρεπτών εκδοχών) της φυσικής (=αυτόματης) επιλογής. Υπό μία έννοια ο (δια)ταξικός ανταγωνισμός είναι και αυτός μια κοινωνική προβολή του δαρβινικού αγώνα επιβίωσης, όχι όμως περισσότερο από τον ενδοταξικό ανταγωνισμό, καθώς ο τελευταίος προσφέρει άμεση προοπτική επιβίωσης. Εκτός και αν η κατανομή του πλούτου είναι αδιαβάθμητη οπότε τα διακριτά όρια των τάξεων υποδεικνύουν αυτόματα την οριοθέτηση των κοινωνικών συμμαχιών και οι ομαδικοί αγώνες επιβίωσης είναι πολύ πιθανότερο να τελεσφορήσουν.
Ακόμα βέβαια και τότε, η κυοφορία της επανάστασης δεν συνεπάγεται ως προφανής εκτός και αν η κατανομή της ισχύος βρίσκεται σε δυσαρμονία με τους θεσμούς, ακολουθώντας αντίστροφη βαθμίδωση, οπότε έχουμε ακραίες συνθήκες παρόμοιες με αυτές του 1789.
Στις υπόλοιπες των περιπτώσεων η έννοια της αριστεράς γίνεται λιγότερο ή περισσότερο πολεμικό ένδυμα ποικιλίας αξιώσεων ισχύος, όπως συνέβη με τη ρωσική επανάσταση του 1917, όταν μια τάξη διανοουμένων ανέλαβε να απαλλάξει τη ρωσική κοινωνία από το Ancien Régime, διαψεύδοντας τελικά παρά επαληθεύοντας τη μαρξιστική τελεολογία. Εκεί βέβαια επικράτησε το μεσσιανικό κομμουνιστικό κατασκεύασμα, ακριβώς διότι ως αφήγημα εναρμονιζόταν πλήρως με τις αξιώσεις ισχύος μιας κομματικής «πρωτοπορίας». Σε πλήρη αναλογία με τη γαλλική επανάσταση που ανέδειξε την αστική έννοια της δημοκρατίας ως συνώνυμο της προόδου και εδώ η ερμηνεία αυτή εξυπηρετεί τον πολεμικό σκοπό της αποδοχής της επανάστασης ως αναπόφευκτης.
Η αποτυχία του υπαρκτού σοσιαλισμού, φάνηκε να αποδεικνύει πως η ελευθερία της ιδιοκτησίας, το δήθεν ελάττωμα της αστικής επανάστασης που εμπόδιζε την αταξική κοινωνία και έτρεφε τον καπιταλισμό, δεν μπορούσε να αφαιρεθεί δίχως να διαταραχθεί η κοινωνική ισορροπία και ο αυτορυθμιζόμενος χαρακτήρας της. Αυτό φαίνεται λογικό, διότι τα διεκδικούμενα κατά τη γαλλική επανάσταση, αφορούσαν μια πραγματικότητα που απέμενε να θεσμοθετηθεί,ενώ στον κομμουνισμό, μια φανταστική σύλληψη που απλώς αξίωνε την αποδοχή της ως επιστημονική αλήθεια ή πρόβλεψη.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το χρήμα αν και μονοδιάστατο μέγεθος εξακολουθεί να επιτελεί, έστω και αδρά αυτό για το οποίο εφευρέθηκε ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους, την πίστωση (διαβεβαίωση) του ανθώπινου έργου. Το έργο αυτό, καθώς η παραγωγική διαδικασία γίνεται πολυπλοκότερη, μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια και να ανταποδωθεί με ισοδύναμο έργο όλο και δυσκολότερα.
Με τη συμβολή του χρήματος διατηρείται, έστω ελλιπώς ή παραμορφωμένα, μεταξύ άλλων και το νήμα της ανατροφοδότησης και επιβράβευσης της χρήσιμης εργασίας. Αφενός διότι επιτρέπει στους συντελεστές της δημιουργίας επιτυχημένων προϊόντων να λάβουν προκαταβολικά την αμοιβή τους (πρωτού γίνουν αντικείμενα εμπορείου). Αφετέρου διότι μέρος της προστιθέμενης αξίας του επιτυχημένου προϊόντος επιστρέφει στους δημιουργούς του καθώς ενισχύει την αξιοπιστία τους έναντι όσων επενδύουν στο έργο τους. Είναι αυτή η αυτόματη (και γι’ αυτό δίκαιη) αξιολόγηση της παραγωγής που καταργείται από τη γραφειοκρατία και επιτρέπει την ανάδειξη τραγικών τύπων όπως ο «γενετιστής» Lysenko που επέβαλλε το λαμαρκισμό στην ΕΣΣΔ έως το 1965, αρκεί να είναι αρεστοί στην εξουσία.
Το κλείσιμο της κομμουνιστικής παρένθεσης δεν σήμανε βέβαια και το τέλος του όρου «αριστερά» είτε συνεχίζει να αναφέρεται στην αξίωση ισχύος των πολλών έναντι των λίγων, είτε ως γλωσσικό απολίθωμα.
Η πολιτική γίνεται πολεμική
Αυτό που συνέβη τον 20ο αιώνα, μπορεί σε έναν βαθμό να ιδωθεί ως συνέχεια της τάσης διαμοιρασμού της εξουσίας. Όμως στο βαθμό που η απόσταση της ουσιαστικής προς τη θεσμική ισχύ των πολιτικών τάξεων εξορθολογιζόταν, το νόημα της διάκρισης αριστερά-δεξιά χανόταν και οι ίδιοι οι όροι εκφυλίζονταν.
Η ταξική αντίθεση από πολική και αμετάβλητη κατέληξε διαβαθμισμένη και μεταβλητή. Στο βαθμό μάλιστα που η αξιοκρατία εξασφάλιζε προοπτικές στα πιο ικανά άτομα, οι αγώνες επιβίωσης έγιναν και πάλι ατομικοί. Ωστόσο οι κατά τόπους και χρόνους κοινωνικοοικονομικές ασυμμετρίες διατήρησαν έναν, έστω αμβλυμμένο, ταξικό ανταγωνισμό που, με τη βοήθεια του υπαρκτού σοσιαλισμού, συνέδεε τους κομμουνάρους με την αριστερά της καπιταλιστικής Δύσης.
Μια αριστερά που σταδιακά εξημερώθηκε και με την πτώση του ανατολικού μπλοκ χωνεύτηκε στο μεταμοντέρνο στόμαχο του θεάματος, αφήνοντας το όνομά της στους σημερινούς παρδαλούς ακτιβιστές των δικαιωμάτων (μειονοτήτων, ανοικτών συνόρων, ομοφυλοφίλων, πειραματοζώων κλπ). Το μόνο που μοιράζονται οι τελευταίοι με τους Γάλλους επαναστάτες είναι ο ευσεβής πόθος της καρποφορίας των όποιων διεκδικήσεων, πρακτικά τίποτα. Ο όρος «αριστερά» εφευρέθηκε για να περιγράψει την πολιτική που αναδείχτηκε από τη γαλλική επανάσταση και κατέληξε να χρησιμοποιείται λιγότερο ή περισσότερο ως πολεμική πομφόλυγα ετερόκλιτων πολιτικών ομάδων.
Η επικαιρότητα του όρου κατά χρόνους και τόπους.
Πλούσιοι και φτωχοί εξακολουθούν να υπάρχουν στη Δύση, όμως ο λόγος της ουσιαστικής εξουσίας που κατέχουν προς τη θεσμική τους ισχύ δεν είναι τόσο μικρός όσο των κυριάρχων τάξεων κατά τη Γαλλική Επανάσταση. Ισοδύναμα θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι η θεσμική ισχύς των αδύναμων τάξεων στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας δεν είναι τόσο μικρή σε σχέση με την οικονομική τους ισχύ.
Η ταξική παράμετρος όπως περιγράφεται από το σχήμα αριστερά-δεξιά δεν είναι απαραίτητο να μονοπωλεί το ιστορικό ενδιαφέρον. Συνέβη και θα συμβαίνει όπου και όποτε η κατανομή της πολιτικής ισχύος ως προς αυτήν της ταξικής είναι παράλογα αντίστροφη. Σήμερα όμως, ακόμα και αν λίγοι πλούσιοι κατέχουν την περιουσία μιας ολόκληρης ηπείρου, η σχετική θεσμική τους ισχύς είναι μικρότερη αυτής του κλήρου και των ευγενών του 18ου αιώνα· δεν μπορούν να κάνουν ότι θέλουν.
Τα επίκαιρα προβλήματα της σημερινής Δύσης δεν αφορούν τόσο την κάθετη κατανομή της ισχύος αλλά την οριζόντια. Για παράδειγμα η ουσιαστική ισχύς των Κινέζων «κομμουνιστών» φαίνεται πως είναι μεγαλύτερη των Αμερικάνων ενώ το αντίστροφο συμβαίνει με τη θεσμική τους ισχύ και αυτό εγκυμονεί οριζόντιες αλλαγές. Άλλωστε αναντιστοιχία μπορεί να ιδωθεί και στο βιοτικό επίπεδο των δύο λαών. Αν όμως εστιάσουμε στα προβλήματα της Κίνας θα διαπιστώσουμε ότι εκεί πράγματι η θεσμική εξουσία που κατέχουν τα μέλη το κόμματος είναι δυσαναλόγως μεγαλύτερη της ουσιαστικής ισχύος τους, αν τη συγκρίνουμε με τον αντίστροφο λόγο που περιγράφει την οικονομική δύναμη των επιχειρηματιών και επαγγελματιών που υστερούν θεσμικής ισχύος. Εδώ πάλι αναμένονται κάθετες αλλαγές και η αριστερά έχει λόγο ύπαρξης.
Υπό μία έννοια, ο γραμμικός προσδιορισμός του βαθμού διαμοιρασμού της εξουσίας περιγράφεται ορθότερα μεταξύ των όρων δημοκρατία και μοναρχία, οπότε η Αριστερά είναι ένας ειρωνικός τρόπος να αναφερθούμε στους Δημοκράτες. Όσοι αποδίδουν στην αριστερά αυτό το νόημα τείνουν να τον συνδέσουν με κάποιον ειδικό δρόμο προς τη δημοκρατία (σοσιαλιστές, κομμουνιστές κλπ). Όσοι πάλι ενστερνίζονται αλλά δεν αντιλαμβάνονται τον όρο στην ταξική του διάσταση απλώς ιδιωτεύουν. Οι υπόλοιποι που δεν τοποθετούνται επί της γραμμής, είναι δυνατόν να προκρίνουν διαφορετικές αντιθέσεις ως κυρίαρχα επίκαιρες, όπως για παράδειγμα οικολογικές, κοινωνικές (μη ταξικές), δημοσιονομικές, υπαρξιακές, στρατιωτικές κλπ.
Η ελληνική πραγματικότητα και το εντεύθεν επέκεινα
Στην καθυστερημένη μεταπολιτευτική Ελλάδα, η πολιτική συζήτηση διατηρήθηκε έντονη και αποπροσανατολισμένη στη σκιά της μεταπολεμικής ανωμαλίας. Οι απειλές στη Δύση αφορούσαν κυρίως τη μετακόμιση του κεφαλαίου στην Ανατολή, την εισαγωγή μεταναστών και το πολιτιστικό αλαλούμ, το τερατώδες οικολογικό πρόβλημα. Στην Ελλάδα τα προβλήματα αφορούσαν τη χρηστή οικονομική και πολιτική διαχείριση, τον τεχνολογικό και θεσμικό εκσυγχρονισμό και την προετοιμασία της χώρας απέναντι στις προκλήσεις που αναμένονταν. Πολλοί βέβαια, αντί δημιουργικότερου προβληματισμού δοκιμάσαμε το έτοιμο κουτόχορτο της «Αριστεράς». Η ανιδιοτελής πλάνη νομίζω συγχωρείται αλλά το τέλμα του εθισμού είναι δυσάρεστο.
Οπωσδήποτε ο καθένας που υποτιμά το πρόβλημα της Βαβέλ θα μπορούσε να αποδίδει στο δικό του αφήγημα τον ατυχή όρο «αριστερά». Βέβαια το εκάστοτε περιεχόμενο δεν αποκλείεται από την αρτιότητα, αν και αμφιβάλλω αν θα μπορέσει να δικαιολογήσει την αυτονομία του από την έννοια της «δημοκρατίας», η οποία ούτως ή άλλως δεν είναι το μοναδικό (αδιαμφισβήτητο) κοινωνικό αγαθό. Επιφυλάσσομαι λοιπόν επί της ασάφειας του όρου αλλά και επί του θεωρούμενου συλλογικού υποκειμένου που απαιτείται για να τον θεραπεύσει. Άλλωστε εκτός από τα υποκείμενα, διαφέρουν και τα αντικείμενα ερωτήματα από την εποχή της κουτοχορτοφαγίας.
15 Ιουνίου 2019
thpantel στο enteuthen.gr
τελευταία επεξεργασία: 2 Αυγούστου 2020